κλαδευτήρι
Greek Monolingual
το (Α κλαδευτήριον, Μ κλαδευτήρι) κλαδεύω
όργανο που χρησιμεύει στο κλάδεμα
αρχ.
στον πληθ.) τὰ κλαδευτήρια
εορτή κατά την εποχή του κλαδέματος τών δέντρων.
το (Α κλαδευτήριον, Μ κλαδευτήρι) κλαδεύω
όργανο που χρησιμεύει στο κλάδεμα
αρχ.
στον πληθ.) τὰ κλαδευτήρια
εορτή κατά την εποχή του κλαδέματος τών δέντρων.