κλασμάτιον
English (LSJ)
τό, Dim. of κλάσμα, IG 11(2).161 B 34, 162 B 27 (Delos, iii BC).
Greek Monolingual
κλασμάτιον, τὸ (Α)
μικρό τεμάχιο, μικρό τμήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάσμα, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον].
τό, Dim. of κλάσμα, IG 11(2).161 B 34, 162 B 27 (Delos, iii BC).
κλασμάτιον, τὸ (Α)
μικρό τεμάχιο, μικρό τμήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάσμα, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον].