κλασματικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλάσμα
2. χημ. αυτός που γίνεται κατά κλάσματα («κλασματική απόσταξη»)
3. φρ. «κλασματική μονάδα» — καθένα από τα ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε η ακέραια μονάδα.
επίρρ...
κλασματικώς και -ά
με κλασματικό τρόπο, κατά τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάσμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1749 στον Μπαλάνο Βασιλόπουλο].