κλείδωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, fastening, Suid.s.v. κλείθροις:—also κλείδωσις, εως, ἡ, Sch.Ar.Av.1159.

German (Pape)

[Seite 1447] τό, das Schloß, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλείδωμα: τό, Σουΐδ. κλείδωσις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ., ὡς καὶ νῦν τὸ κλειδώνειν.

Greek Monolingual

το (Α κλείδωμα) κλειδώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλειδώνω, η ασφάλιση με κλειδί.