κλειδοκέρας

Greek Monolingual

το
μουσ. ονομασία τεσσάρων οργάνων της οικογένειας τών σαξοκεράτων, τα οποία χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά στις φιλαρμονικές και στις στρατιωτικές μουσικές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + κέρας.