κληματώδης

English (LSJ)

ες, like vine-shoots, Dsc.3.24, Gal.12.78.

German (Pape)

[Seite 1450] ες, rankenähnlich, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κλημᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κλάδους ἀμπέλου, Διοσκ. 3. 29.

Greek Monolingual

κληματώδης, -ῶδες (Α) κλήμα
όμοιος με κλαδιά αμπέλου.