κλιμακηφόρος
German (Pape)
[Seite 1453] = κλιμακοφόρος, nach Hesych. = auf der Bahre hinaustragend, den Leichnam.
Greek Monolingual
κλιμακηφόρος, -ον (Α)
βλ. κλιμακοφόρος.
[Seite 1453] = κλιμακοφόρος, nach Hesych. = auf der Bahre hinaustragend, den Leichnam.
κλιμακηφόρος, -ον (Α)
βλ. κλιμακοφόρος.