κλιμακοφόρος
English (LSJ)
κλιμακοφόρον,
A bearing a ladder, Plb.10.12.1, D.S.18.33, App.Mith.26.
2 bearing on a bier, Hsch. (κλιματ-cod.).
German (Pape)
[Seite 1453] eine Leiter (Sturmleiter) tragend; Pol. 10, 12, 1; D. Sic. 18, 33; App. Hithr. 26. Vgl. auch κλιμακηφόρος.
Russian (Dvoretsky)
κλῑμᾰκοφόρος: несущий лестницы Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑμᾰκοφόρος: -ον, φέρων κλίμακα, Πολύβ. 10. 12, 1, Διόδ. 18. 33, κτλ. 2) ὁ ἐπὶ κλιμακίου φέρων νεκρόν, ἐν τῷ τύπῳ κλιμακηφόρος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ο (AM κλιμακοφόρος και κλιμακηφόρος, -ον)
αυτός που έχει ή κρατάει κλίμακες («ἐπακολουθούντων... κλιμακοφόρων δι' ὧν ἔμελλε τὴν τειχομαχίαν ποιεῖσθαι», Διόδ.)
νεοελλ.
φρ. «κλιμακοφόρος χώρος» — το κλιμακοστάσιο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «κλιμακηφόρος
ὁ ἐπὶ κλιμακίου (= φερέτρου) τιθεὶς τὸν νεκρόν» — αυτός που μεταφέρει τον νεκρό τοποθετημένον στο φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + (η)φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθοφόρος, στεφανηφόρος.