κλονώδης
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1456] ες, voll Unruhe u. Unordnung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κλονώδης: -ες, (εἶδος) θορυβώδης, ταραχώδης, Γαλην. 8. 34Ε, 268Ε.
Greek Monolingual
-ες (AM κλονώδης, -ῶδες) κλόνος
αυτός που γίνεται με ταραχή ή με σπασμούς, σπασμωδικός («κλονώδης σφυγμός», Γαλ.)
νεοελλ.
αυτός που υφίσταται κλονισμούς.