κλυσμάτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of κλύσμα, clyster, Hp.Epid.3.17.γ, Ruf.Ren.Ves.1, etc.

German (Pape)

[Seite 1457] τό, dim. zum Vorigen, bes., Klystier, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κλυσμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κλύσμα, μικρὸν κλύσμα, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 966.

Greek Monolingual

κλυσμάτιον, τὸ (Α)
μικρό κλύσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλύσμα, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. δεμάτιον, σωμάτιον)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυσμάτιον -ου, τό, demin. van κλύσμα, klein klysma.