Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κλυστήρας
Greek Monolingual
ο (AM κλυστήρ) κλύζω ειδική συσκευή με την οποία εγχέεται υγρό σε κοιλότητες του σώματος για καθαρισμό τους αρχ. υγρό που εισάγεται σε σωματική κοιλότητα με την ομώνυμη συσκευή.