v. sub κλών.
ο (Α κλωνίσκος)μικρός κλώνος ή τρυφερό κλαδί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. δικηγορ-ίσκος, υπαλληλίσκος)].