κλωομάστιξ

Greek Monolingual

κλῳομάστιξ, -ιγος, ὁ (Α)
αυτός που είναι δεμένος με κλοιό και μαστιγώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῳός, παρλλ. τ. του κλοιός + -μάστιξ (< μάστιξ), πρβλ. γραμματικομάστιξ, ρητορομάστιξ.