κλωσμός
English (LSJ)
ὁ, v. κλωγμός.
German (Pape)
[Seite 1459] ὁ, = κλωγμός, w. m. s.; ἀλεκτορίδων Plut. de san. tuenda p. 388.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
gloussement.
Étymologie: cf. κλωγμός.
Russian (Dvoretsky)
κλωσμός: ὁ Plut. = κλωγμός 1.
Greek (Liddell-Scott)
κλωσμός: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κλωγμός.
Greek Monolingual
ο (AM κλωσμός) κλώζω
κλωγμός, κακάρισμα
αρχ.
ήχος αποδοκιμασίας παρόμοιος με κακάρισμα.