κλωσσώ

Greek Monolingual

κλωσσώ και κλωσσάω
1. (για τις όρνιθες και γενικά τα πτηνά) επωάζω
2. φρ. «πολύ τά κλωσσά τ' αβγά του» — ασχολείται για πολύ χρόνο με κάτι, χρονοτριβεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλώσσω «κακαρίζω»].