κλῶστρον

English (LSJ)

τό, = vermiculus, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

κλῶστρον: τό, = κλῶσμα, Μανασσ. κατὰ Ἀρίστανδρ. καὶ Καλλιθ. 7. 47.

Greek Monolingual

κλῶστρον, τo (AM) κλώθω
μσν.
κλωστή, νήμα
αρχ.
σκουλήκι.