κλωστή

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

η (Μ κλωστή)
κλωσμένο νήμα («γι' αυτό το κέντημα χρειάζονται πολλές κλωστές»)
νεοελλ.
1. μτφ. ίνα
2. φρ. «από μια κλωστή κρέμεται» — για κατάσταση της οποίας η εξέλιξη βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του ρηματ. επιθ. κλωστός του ρ. κλώθω.