κνέφος

Greek (Liddell-Scott)

κνέφος: τὸ, = τῷ ἀνωτ., «κνέφος· σκότωσις» Ἡσύχ., Εὐστάθ. 1354, 1.

Greek Monolingual

κνέφος, τὸ (Α)
κνέφας.