κνήκινος
English (LSJ)
η, ον, of or from κνῆκος, ἔλαιον PRev.Laws53.15, al. (iii B.C.), PTeb. 122.11 (i B.C.), Dsc.1.36.
German (Pape)
[Seite 1460] von Safflor, z. B. ἔλαιον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κνήκινος: -η, -ον, ἐκ τοῦ κνήκου, κνήκινον ἔλαιον Διοσκ. 1. 44.
Greek Monolingual
κνήκινος, -ίνη, -ον (Α) κνήκος
αυτός που λαμβάνεται από το φυτό κνήκος.