[Seite 1461] von der Mücke, Sp.
κνίπειος, -εία, -ον (Α) κνιψ1. αυτός που ανήκει στον κνίπα, στη σκνίπα2. φρ. «κνίπειον αἷμα» — ονομασία ουσίας που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία.