κνακίας

English (LSJ)

Doric for κνηκίας.

German (Pape)

[Seite 1459] ὁ, κνακός, κνακων, dor. = κνηκίας, κνηκός, κνήκων.

Greek (Liddell-Scott)

κνᾱκίας: κνᾱκός, κνάκων, Δωρ. ἀντὶ κνηκ-.

Greek Monolingual

κνακίας, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κνηκίας.