κνακός

English (LSJ)

Doric for κνηκός.

Greek Monolingual

κνηκός, -ή, -όν (δωρ. τ.) βλ. κνηκός.

Greek Monotonic

κνᾱκός: κνάκων, Δωρ. αντί κνηκός, κνήκων.

Russian (Dvoretsky)

κνᾱκός: дор. Theocr. = κνηκός I.

German (Pape)

[ᾱ], dor. = κνηκός.