κνηκοσυμμιγής

English (LSJ)

κνηκοσυμμιγές, Dor. κνακοσυμμιγής, mixed with safflower (κνῆκος), Philox.3.19.

German (Pape)

[Seite 1459] ές, mit Safflor gemischt, nach Mein. Conj. in Philozen. bei Ath. XIV, 643 e, wo τερεβινθοκνακοσυμμιγής steht.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκοσυμμιγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ κνήκου, Φιλόξεν. 3. 20.

Greek Monolingual

κνηκοσυμμιγής, -ές (Α)
ο αναμεμιγμένος με κνήκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + συμ-μιγής.