μιγής
From LSJ
σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity
English (LSJ)
μιγές, = μικτός, Nic.Fr.68.4.
German (Pape)
[Seite 182] ές, gemischt, Nic. bei Ath. III, 126 b, wenn nicht μιγῆ adverbial = μίγδην zu nehmen ist.
Greek (Liddell-Scott)
μῐγής: -ές, = μικτός, Νικ. Ἀποσπ. 1. 4.
Greek Monolingual
μιγής, -ές (Α)
μικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι / μείγνυμι. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -μιγής (πρβλ. αμιγής, συμμιγής)].