κνηκώδης
English (LSJ)
κνηκῶδες, = κνηκοειδής, Thphr. HP 1.11.3, 6.6.6.
German (Pape)
[Seite 1460] ες, = κνηκοειδής, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκώδης: -ες, (εἶδος) = κνηκοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 3.
κνηκῶδες, = κνηκοειδής, Thphr. HP 1.11.3, 6.6.6.
[Seite 1460] ες, = κνηκοειδής, Theophr.
κνηκώδης: -ες, (εἶδος) = κνηκοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 3.