κνιστός

English (LSJ)

κνιστή, κνιστόν, v. κνηστός.

Greek (Liddell-Scott)

κνιστός: -ή, -όν, πρβλ. κνηστός.

Greek Monolingual

κνιστός, -ή, -όν (Α)
(εσφ. γρφ.) κνηστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. του κνηστός].

German (Pape)

Adj. verb. zu κνίζω, klein geschabt, gehackt, λάχανα Ath. IX.373a; Vetera Lexica.