κνωδακίζω

English (LSJ)

(κνώδαξ) hang a body on pins or pivots, so that it turns as on an axis, ἐκνωδακισμένον ἀγγεῖον Hero Spir.2.4.

German (Pape)

[Seite 1464] um einen Zapfen drehen, Mathem. vett., = ἐν κνώδακι στρέφεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

κνωδᾱκίζω: (κνώδαξ) στηρίζω τι ἐπὶ κέντρου ἐφ’ οὗ στρέφεται ὡς ἐπὶ ἄξονος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σελ. 197, 198.

Greek Monolingual

κνωδακίζω (Α) κνώδαξ
στηρίζω κάτι σε κέντρο ώστε να στρέφεται σαν πάνω σε άξονα.