κνύζομαι

English (LSJ)

v. κνυζέομαι.

French (Bailly abrégé)

c. κνυζέω.

Greek (Liddell-Scott)

κνύζομαι: ἴδε ἐν λ. κνυζάομαι. Τὸ ἐνεργ. κνύζω παρὰ Σουΐδ., Εὐστ., κτλ.

Russian (Dvoretsky)

κνύζομαι: Plut. = κνυζάομαι 1.