κοιλιάρης

Greek Monolingual

-α, -ικο, το αρσ. και κοίλιαρης (Μ κοιλιάρης, ουδ. κοιλιάριν) κοιλία
αυτός που έχει μεγάλη και προτεταμένη κοιλιά, κοιλαράς.