κοιλῶπις

German (Pape)

[Seite 1467] ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn; πέτρα Antip. Sid. 27 (VI, 219).

Greek Monolingual

κοιλῶπις, ἡ (Α)
βλ. κοιλωπής.

Russian (Dvoretsky)

κοιλῶπις: ιδος Anth. adj. f к κοιλωπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλῶπις -ιδος [κοιλωπός] adj. f., hol:. κ. πέτρα holle rots AP 6.219.5.