κοιλωπής
From LSJ
πόλλ' ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά → old age brings with it many evils
German (Pape)
[Seite 1467] ές, = κοιλωπός, Nic. Al. 442 αὐγαί.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux yeux creux, enfoncés.
Étymologie: κοῖλος, ὤψ.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλωπής: -ές, ἔχων κοίλους ὀφθαλμούς, κοιλωπέες αὐγαὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 442· ― θηλ. κοιλῶπις, ιδος, Ἀνθ. Π. 6. 219.
Greek Monolingual
κοιλωπής, -ές, θηλ. και κοιλῶπις, -ώπιδος (Α)
1. αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά μάτια
2. κοίλος, βαθουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ωπής (< θ. -ωπ- του ὄπωπα), πρβλ. αμβλυωπής, πολυωπής].
Greek Monotonic
κοιλωπής: -ές (ὤψ), αυτός που έχει βαθουλωτά μάτια· θηλ. -ῶπις, -ιδος, σε Ανθ.