κοινομήτωρ
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, having a common mother, Theognost.Can.21.
German (Pape)
[Seite 1468] ορος, eine gemeinsame Mutter habend, Theognost. 21, 26.
Greek (Liddell-Scott)
κοινομήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ἔχων κοινὴν μητέρα, Θεόγνωστ. 21. 26.
Greek Monolingual
κοινομήτωρ, -ορος, ό, ἡ (Μ)
αυτός που έχει την ίδια μητέρα με άλλον, ομομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μουσομήτωρ, φιλομήτωρ].