κοκαλένιος

Greek Monolingual

και κοκκαλένιος, -α, -ο και κοκ(κ)άλινος, -η, -ο (Μ κοκκαλένιος, -ια, -ιο) κόκαλο
ο κατασκευασμένος από κόκαλο, οστέινος.