Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κοκκινίλα
Greek Monolingual
η κόκκινος 1.κοκκινάδα 2.συν. στον πληθ.οι κοκκινίλες οι κοκκινωπές κατά τόπους αποχρώσεις του δέρματος, που προέρχονται από διάφορες ασθένειες ή δερματικές παθήσεις.