κοκκοβόας

English (LSJ)

v. κοκκυβόας.

German (Pape)

[Seite 1471] ὄρνις, nannte Soph. frg. 900 den Hahn. Vgl. κοκκύζω.

Russian (Dvoretsky)

κοκκοβόᾱς: adj. m кричащий «κόκκυ»: κ. ὄρνις Soph. = ἀλεκτρυών.

Greek (Liddell-Scott)

κοκκοβόας: ὄρνις, ὁ ἀλεκτρυών, Σοφ. (Ἀποσπ. 900) παρ’ Εὐστ. 1479. 44.

Greek Monolingual

κοκκοβόας, ὁ (Α)
βλ. κοκκυβόας.