κολάστρα

Greek Monolingual

και κολιάστρα, η, και κόλαστρο, το
το πρώτο και γεμάτο λιπαρές ουσίες γάλα θηλαστικού μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρωμουν. colastră < λατ. colostrum].