Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κολάστρα
Greek Monolingual
και κολιάστρα, η, και κόλαστρο, το το πρώτο και γεμάτο λιπαρές ουσίες γάλα θηλαστικού μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα. [ΕΤΥΜΟΛ.< αρωμουν. colastră< λατ. colostrum].