κολαστήριον

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 lieu de punition, de supplice;
2 instrument de supplice;
3 châtiment.
Étymologie: κολάζω.

Greek Monotonic

κολαστήριον: τό (κολάζω
I. σωφρονιστήριος οίκος, σε Λουκ.
II. = κόλασμα, κόλασις, σε Ξεν.

German (Pape)

τὸ, Züchtigungsort, Folterplatz, Richtplatz, Sp., wie Synes.; Züchtigungsmittel; οὐδὲ μάστιγες οὐδὲ πέδαι, μανικὰ καὶ βάρβαρα κολαστήρια θαλάσσης Plut. Alex. fort. 2.12; vgl. Xen. Mem. 1.4.1.

Russian (Dvoretsky)

κολαστήριον: τό
1 орудие наказания или пытки (μανικὸν καὶ βάρβαρον Plut.);
2 место наказания Luc.;
3 Xen. = κόλασμα.

Middle Liddell

κολαστήριον, ου, τό, κολάζω
I. a house of correction, Luc.
II. = κόλασμα, κόλασις, Xen.