κολλητικότητα
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα του κολλητικού, η συγκολλητικότητα ή η μεταδοτικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητικός. Η λ., οτον λόγιο τ. κολλητικότης, μαρτυρείται από το 1873 στον Ανδρέα Αναγνωστάκη].
η
η ιδιότητα του κολλητικού, η συγκολλητικότητα ή η μεταδοτικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητικός. Η λ., οτον λόγιο τ. κολλητικότης, μαρτυρείται από το 1873 στον Ανδρέα Αναγνωστάκη].