μεταδοτικότητα

Greek Monolingual

η
1. η ικανότητα αυτού που διδάσκει να μεταδίδει τις γνώσεις του κατά τρόπο εύληπτο και μεθοδικό
2. η ιδιότητα μιας νόσου να μεταδίδεται από άρρωστο σε υγιές άτομο, η μολυσματικότητα, η κολλητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταδοτικός. Η λ., στον λόγιο τ. μεταδοτικότης, μαρτυρείται από το 1850 στον Χ. Παμπούκη].