κολοβή

German (Pape)

[Seite 1474] ἡ, = Folgdm, Artemidor. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κολοβή: ἡ, = κολόβιον, Ἀρτεμίδ. 2. 3.

Greek Monolingual

κολοβή, ἡ (Α) κολοβός
το κολόβιο.