κολοβοανθής
English (LSJ)
v. κολοβανθής (bearing stunted flowers, bearing papilionaceous flowers).
German (Pape)
[Seite 1474] ές, od. κολοβανθής, verstümmelte Blüten, Schmetterlingsblumen tragend, wie die Erbsen, Theophr.
Greek Monolingual
κολοβοανθής, -ές (Α)
βλ. κολοβανθής.