κολοβανθής
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
κολοβανθές, bearing stunted (i.e. papilionaceous) flowers, such as peas, Thphr. HP 8.3.3:—also κολοβοανθής, ib.6.5.3.
Greek Monolingual
-ές (Α κολοβανθής και κολοβοανθής, -ές)
αυτός που έχει κολοβά άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκανθής, φιλανθής].
German (Pape)
= κολοβοανθής.