κολοκυνθίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = κολόκυνθα ἀγρία, Dsc.4.176, Gal.12.34, al.

German (Pape)

[Seite 1474] ίδος, ἡ, die Koloquintenpflanze u. ihre Frucht, Galen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κολοκυνθίς: -ίδος, ἡ, κολοκύνθη καὶ ὁ καρπὸς αὐτῆς, Διοσκ. 4. 178.

Greek Monolingual

κολοκυνθίς, -ίδος, ἡ (Α) κολοκύνθη
το φυτό αγρία κολοκύνθη.