κολοκύντη

English (LSJ)

v. κολοκύνθη:—Dim. κολοκύντιον, τό, Phryn.Com.61.

German (Pape)

[Seite 1474] ἡ, s. κολοκύνθη.

French (Bailly abrégé)

att. c. κολοκύνθη.

Russian (Dvoretsky)

κολοκύντη: ἡ Arph. = κολοκύνθη.

Greek (Liddell-Scott)

κολοκύντη: ἡ, ἴδε ἐν λέξ. κολοκύνθη.

Greek Monolingual

κολοκύντη, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. κολοκύνθη.