κολομπαράς

Greek Monolingual

και κωλομπαράς, ο
παιδεραστής, ενεργητικός ομοφυλόφιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kulampara. Ο τ. κωλομπαράς με παρετυμολογική επίδραση του κώλος].