κολπωτός

English (LSJ)

κολπωτή, κολπωτόν, formed into folds, χιτῶνες Plu.2.173c; κολπωτὰν ὀθόναισι… τρόπιν ἰθύνεσκον with swelling sails, Hymn.Is.153.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ample et qui fait des plis.
Étymologie: κολπόω.

Greek (Liddell-Scott)

κολπωτός: -ή, -όν, ἐσχηματισμένος εἰς κόλπους, πτυχάς, χιτὼν Πλούτ. 2. 173C· κολπωτὰν (-ταῖς;) ὀθόναισι… τρόπιν ἰθύνεσκον, διωγκωμένοις ἱστίοις, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1028. 63.

Russian (Dvoretsky)

κολπωτός: с большими складками, т. е. широкий, просторный (χιτῶνες Plut.).

German (Pape)

ή, όν, adject. verb. zu κολπόω, κολπωτοὶ χιτῶνες, Kleider mit einem Busen, Plut. reg.apophth. Xerx.