κολπόω
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
form into a swelling fold; esp. make a sail belly, πνοιῇ… λίνα κολπώσαντες AP9.363.10 (Mel.); ἄνεμος κ. τὴν ὀθόνην Luc.VH 1.9; χιτῶνας κολπώσαντες τῷ ἀνέμῳ, καθάπερ ἱστία ib.13:—Pass., swell out, of membranes, Hp.Nat.Puer.16; κολποῦται ὑμὴν φυσώμενος Arist.HA510b32; of Europa's garment, Mosch.2.129; κολποῦται Ζέφυρος εἰς ὀθόνας AP10.5 (Thyill.); of a bay, curve, Plb.34.11.5: Medic., contain a sinus, Heliod. ap. Orib.44.8.22: metaph.in pf. part. Pass., κεκολπωμένος turgid, of style, D.H.Dem.19.
German (Pape)
[Seite 1476] einen Busen, Bausch bilden; χιτῶνας Luc. V. H. 1, 10; bes. vom Segel, busig schwellen, ναῦται κολπώσαντες λίνα πνοίῃ Ζεφύρου Hel. 110 (IX, 363); κολποῦται Ζέφυρος ἐς ὀθόνας Satyr. 5 (X, 5); κολπώθη δ' ἀνέμοισι πέπλος βαθύς Hosch. 2, 125; ähnl. κολπώσας ὁ ἄνεμος τὴν ναῦν Luc. V. H. 1, 13; – einen Meerbusen bilden; κόλπος κολπούμενος Pol. 34, 11, 5; Strab. öfter; – adject. verb., κολπωτοὶ χιτῶνες, Kleider mit einem Busen, Plut. reg. apophth. Xerz.
French (Bailly abrégé)
κολπῶ :
arrondir en forme de sein, gonfler, enfler.
Étymologie: κόλπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολπόω [κόλπος] poët. aor. κόλπωσα, doen zwellen:. ἄνεμος κολπώσας τὴν ὀθόνην wanneer de wind het zeil doet bollen Luc. 13.9.
Russian (Dvoretsky)
κολπόω:
1 вздувать, надувать (χιτῶνας καθάπερ ἱστία Luc.; λίνα πνοιῇ Anth.); pass. надуваться, раздуваться (χιτῶνες κολπώσαντες τῷ ἀνέμῳ Luc.; κολπωθεῖσα ὑπὸ ἀνέμου ἐσθής Plut.);
2 med.-pass. изгибаться, глубоко вдаваться в берег (κόλπος κολπούμενος Polyb.).
Greek Monotonic
κολπόω: μέλ. -ώσω, σχηματίζω εξογκούμενη πτύχωση· ιδίως, κάνω το ιστίο να φουσκώσει, Λατ. sinuare, ἄνεμος κ. τὴν ὀθόνην, σε Λουκ.· χιτῶνας κολπώσαντες τῷ ἀνέμῳ, καθάπερ ἱστία, στον ίδ. — Παθ., φουσκώνω, πρήζομαι, λέγεται για ιστίο, πανί, σε Μόσχ.· κολποῦται Ζέφυρος εἰς ὀθόνας, σε Ανθ.· λέγεται για κόλπο, καμπυλώνω, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
κολπόω: σχηματίζω τι εἰς εἶδος κόλπου· ἰδίως κάμνω τὸ ἱστίον νὰ ἐξογκωθῇ, νὰ «φουσκώσῃ», Λατ. sinuare, πνοιῇ… λίνα κολπώσαντες Ἀνθ. Π. 9. 363, 10· ἄνεμος κ. τὴν ὀθόνην Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστορ. 1. 9· χιτῶνας κολπώσαντες τῷ ἀνέμῳ, καθάπερ ἱστία αὐτόθι 13. ― Παθ., φουσκώνω, ἐπὶ ἱστίου, Μόσχ. 2. 125· κολποῦται ὑμὴν φυσώμενος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 24· κολποῦται Ζέφυρος εἰς ὀθόνας Ἀνθ. Π. 10. 5· ἐπὶ κόλπου, κυρτοῦμαι, Πολύβ. 34. 11, 5, κτλ.
Middle Liddell
κολπόω, fut. -ώσω
to form into a swelling fold; esp. to make a sail belly or swell, Lat. sinuare, ἄνεμος κ. τὴν ὀθόνην Luc.; χιτῶνας κολπώσαντες τῷ ἀνέμῳ, καθάπερ ἱστία Luc.:—Pass. to bosom or swell out, of a sail, Mosch.; κολποῦται Ζέφυρος εἰς ὀθόνας Anth.; of a bay, to curve, Polyb.