κολύβριον

English (LSJ)

τό, = μολόβριον (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1476] τό, v.l. für μολόβριον.

Greek (Liddell-Scott)

κολύβριον: τό, ἕτερος τύπος τοῦ μολόβριον, ὃ ἴδε.