κολύμβατος

English (LSJ)

ἡ, a plant, Gp.2.4.1.

German (Pape)

[Seite 1476] ἡ, v.l. für κολύμφατος.

Greek (Liddell-Scott)

κολύμβατος: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κολύμφατος.

Greek Monolingual

κολύμβατος, ἡ (Μ)
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κολύμφατος.