κομβόλβουλος
Greek Monolingual
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κομβολβουλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convolvulus < λατ. convolvulus < λατ. convolvo «περιτυλίσσω, περιβάλλω»].
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κομβολβουλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convolvulus < λατ. convolvulus < λατ. convolvo «περιτυλίσσω, περιβάλλω»].